ἀτρέκειαν

ἀτρέκειαν
ἀτρέκεια
precise truth
fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ατρέκεια — ἀτρέκεια και ιων. τ. ἀτρεκίη, κείη, κηΐη, η (Α) [ατρεκής] 1. αλήθεια, πραγματικότητα, βεβαιότητα 2. (η αιτ. ως επίρρ.) τὴν ἀτρέκειαν με βεβαιότητα 3. (στον Πίνδαρο) προσωποποίηση της δικαιοσύνης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”